Δύο χρόνια πριν…

Υπενθυμίζω σήμερα και αναρτώ στο blog μου τα δυο άρθρα που είχα γράψει το Νοέμβριο του 2008, και είχαν δημοσιευτεί το Δεκέμβριο του 2008 στον Ριζοσπάστη (έντυπο και στο site), στα πλαίσια του Δημόσιου Προσυνεδριακού Διαλόγου για το 18ο Συνέδριο του ΚΚΕ.

Από τότε έχουν περάσει πάνω από 2 χρόνια, και παρότι τα κείμενα καταπιάνονταν με θέματα που δεν ήταν καθόλου τρέχοντα ή περαστικά, παράλληλα είχαν τότε έναν συγκεκριμένο στόχο και έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα που τους έθετε άλλο τόσο συγκεκριμένους περιορισμούς. Παρόλα αυτά, νομίζω ότι,  όποιος τα διαβάσει παίρνοντας υπόψη αυτά τα χαρακτηριστικά μπορεί να καταλάβει γιατί όταν τα ξαναδιαβάζω σήμερα δεν μετανιώνω στο ελάχιστο για αυτά που έγραψα τότε, ούτε πιστεύω ότι θα μπορούσα να τα γράψω κάπως αλλιώς.

Να ποίος ήταν αυτός ο συγκεκριμένος στόχος και χαρακτήρας τους:

  • Έθεταν προβληματισμούς καταρχήν στα μέλη και τους φίλους του ΚΚΕ και της ΚΝΕ για να συμβάλουν στην εσωκομματική συζήτηση.
  • Στηρίζονταν σε στοιχεία προσβάσιμα σε κάθε έναν πολιτικά δραστήριο αγωνιστή και πολύ περισσότερο στα μέλη και τα στελέχη του Κόμματος και της ΚΝΕ. Τα άρθρα δεν περιλάμβαναν, δε μπορούσαν να περιλαμβάνουν, ούτε προσπάθησα να περιλάβω σε αυτά “πιπεράτες αποκαλύψεις”, δηλαδή στοιχεία, πληροφορίες ή ενδείξεις από την εσωκομματική μου εμπειρία, που έτσι και αλλιώς το καλύτερο που θα μπορούσαν να προκαλέσουν θα ήταν κουβεντολόι και εκμετάλλευση από τρίτους (οργανώσεις, ΜΜΕ κλπ).
  • Επιπλέον δεν εξέθεσα στα άρθρα υποψίες ή ακόμα και πρωτόλεια συμπεράσματα μου που δεν μπορούσαν τότε να τεκμηριωθούν ολοκληρωμένα αποκλειστικά με τη γενική εμπειρία της ταξικής πάλης και τα δημόσια διαθέσιμα στοιχεία
  • Υπήρχε ο αντικειμενικός περιορισμός της έκτασης (800 και 1200 λέξεις αντίστοιχα) επομένως τα άρθρα είναι πολύ συμπυκνωμένα, παραλείφθηκαν αναγκαστικά σε πολλά σημεία επεξηγήσεις, παραπομπές, παραδείγματα. Έτσι χρειάζεται να διαβαστούν προσεκτικά για να «ανασυμπιεστούν» σωστά όλα όσα προσπάθησα να πω.
  • Είναι κείμενα που απευθύνονται στο συνειδητό και όχι στο θυμικό. Τη σοβαρότητα των ζητημάτων που θέτουν, την αυστηρότητα στην κριτική, τη έντονη ανησυχία θα τη βρει ο προσεκτικός αναγνώστης στα νοήματα και όχι σε κραυγές, βερμπαλισμούς ή αφοριστικούς χαρακτηρισμούς.

Επέλεξα τότε να μην αναλώσω τις 2.000 λέξεις που συνολικά διέθετα σε κάποια από τις σοβαρές αλλά επιμέρους διαφωνίες μου αλλά να επιμείνω σε πλευρές που αφενός αναδείκνυαν ότι «συνολικά κάτι δεν πάει καλά» και αφετέρου άνοιγαν τον προβληματισμό ότι «αυτό που δεν πάει καλά» είναι απίθανο να είναι τυχαίο. Τότε δεν μπορούσα ακόμα να τεκμηριώσω ακράδαντα (και πολύ περισσότερο δεν μπορούσα να το κάνω δημόσια μέσα από ένα άρθρο) ότι η εκτροπή του ΚΚΕ είναι μεθοδευμένη, όφειλα όμως να αναδείξω τα στοιχεία που θα μπορούσαν να οδηγήσουν κάθε προβληματισμένο στο να αναρωτηθεί σχετικά.

Στα 2 χρόνια που πέρασαν κύλισε πολύ νερό στο αυλάκι, έγιναν –κυριολεκτικά– «σημεία και τέρατα». Οι ανησυχίες και οι προειδοποιήσεις που περιείχαν τα άρθρα θεωρώ ότι επαληθεύονται και μάλιστα ολοένα και πιο κραυγαλέα.

ΚΑΤΙ ΑΚΟΜΑ ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ: πολύ γρήγορα στο διάστημα που ακολούθησε (ακόμα και στα πλαίσια της ίδιας της προσυνεδριακής και συνεδριακής διαδικασίας Δεκέμβρη-Φλεβάρη) άρχισε να γίνεται ΞΕΚΑΘΑΡΟ και να ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ ΑΤΡΑΝΤΑΧΤΑ ακριβώς ότι τα αρνητικά φαινόμενα δεν είναι απλά αντικειμενικές και χρονίζουσες αδυναμίες, ότι τα σκοτεινά σημεία των Θέσεων δεν ήταν απλά ασάφειες ή αδυναμίες έκφρασης αλλά αποτέλεσμα συνειδητών επιλογών και μεθοδεύσεων που προωθούσαν και προωθούν την εκτροπή του ΚΚΕ από τις Αρχές, τη Θεωρία, την Ιστορία και τις Παραδόσεις, το Πρόγραμμα και το Καταστατικό του. Που τελικά οδηγούν στην αλλοίωση της ίδιας της φυσιογνωμία και στην υπονόμευση της ύπαρξης του ως Κομμουνιστικό Κόμμα. Για αυτό και συνέχισα να θέτω αυτά αλλά και νέα θέματα και μετά το 18ο Συνέδριο. Και μάλιστα να τα θέτω πολύ πιο έντονα από ότι στα άρθρα: α) επειδή μιλούσα και έγραφα πλέον στα αρμόδια κομματικά όργανα -και όχι σε άρθρα στο Δημόσιο Διάλογο και β) επειδή οι ενδείξεις γίνονταν αποδείξεις και οι υποψίες βεβαιότητες. Τελικά, όπως έχω γράψει ήδη στο παρόν blog, οδηγήθηκα στην αποχώρηση.

>>>>>>>>>>

Για τις Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 18ο Συνέδριο του:

«Πιο απαιτητικά, πιο ώριμα

Οι Θέσεις της ΚΕ κινούνται στα πλαίσια της στρατηγικής που έχει έως τώρα χαράξει το Κόμμα με βάση το Πρόγραμμά του και τις επεξεργασίες των τελευταίων Συνεδρίων. Γι’ αυτό και τις υπερψηφίζω. Σε πολλά ζητήματα δίνουν νέα στοιχεία από την εμπειρία της τελευταίας τετραετίας και κάνουν σωστές αναλύσεις. Παρ’ όλα αυτά ως βασική, γενική αδυναμία των Θέσεων θεωρώ ότι: παρά τις αυτοκριτικές παρατηρήσεις, τελικά δε φέρνουν επαρκώς στο επίκεντρο της συζήτησης σοβαρές αδυναμίες και προβλήματα στον τρόπο δουλειάς μας, δεν προτείνουν με επάρκεια και με συγκεκριμένο τρόπο τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπισή τους. Τελικά, το γενικό πνεύμα τους μπορεί να οδηγεί σε εφησυχασμό.

Το ανησυχητικό με αυτές τις αδυναμίες και προβλήματα είναι ότι παραμένουν εδώ και χρόνια, με αποτέλεσμα όχι μόνο άμεσα να μας εμποδίζουν στο σήμερα, αλλά και να αναπαράγονται – παγιώνονται στη συνείδηση των συντρόφων μας (αλλά και πλατύτερα) ως αντιλήψεις υπονομεύοντάς μας και μελλοντικά.

Μπορεί κάποιος να πει ότι αυτή η εκτίμησή μου πηγάζει από ανυπομονησία. Ακριβώς το αντίθετο. Οι παραπάνω αδυναμίες είναι που πηγάζουν κυρίως από ανυπομονησία, ανασφάλεια. Για παράδειγμα, δε με ανησυχεί σε κάποια φάση να μην κερδίσουμε μια ακόμα φοιτητική Γενική Συνέλευση (ΓΣ), να χάσουμε μια από τις «δεδομένες» ή ακόμα και έναν ολόκληρο γύρο ΓΣ. Αυτό σήμερα σχετίζεται με την κρίση στο κίνημα, αλλά και αύριο μπορεί να προκύψει (π.χ. σε μια απότομη καμπή).

Το θέμα είναι να μη χάνουμε από τα μάτια μας το κύριο, να μην το θυσιάζουμε στο δευτερεύον. Ακόμα και υπό πίεση να μην πέφτουμε σε σχηματοποίηση, ωραιοποίηση, σπασμωδικές κινήσεις: αντί να εκπαιδεύουμε – διαπαιδαγωγούμε (όργανα, οργανώσεις, συντρόφους, συσπειρώσεις και μάζες) στο σωστό τρόπο δουλειάς να τους παρακάμπτουμε – υποκαθιστούμε ή να μη διαχωριζόμαστε αποφασιστικά από εκφυλιστικές καταστάσεις και πρακτικές στο κίνημα.

Αυτή η έμπρακτη σταθερότητα – καθαρότητα στην οργάνωση της πάλης σε συνδυασμό με πειστική διαφώτιση αποτελεί και το καλύτερο μέτωπο στον οπορτουνισμό και τον τυχοδιωκτισμό του.

Παράδειγμα: το να ξυπνήσει πότε – πότε ξημερώματα ένας σ. φοιτητής και να πάει έξω από ένα εργοστάσιο να συμβάλει στην περιφρούρηση της απεργίας πέρα από την πρακτική βοήθεια μπορεί να είναι και πολύ διδακτικό – διαπαιδαγωγητικό. Τελικά, δεν είναι και ό,τι δυσκολότερο. Αλλά αν μείνει μόνο σε αυτό, ενώ παράλληλα δεν έχει στο νου του ή δεν ξέρει πώς ή ντρέπεται ή δεν τολμά (γιατί δεν τον έχουμε ουσιαστικά επικεντρώσει – στηρίξει) να κάνει ανακοίνωση στο αμφιθέατρο, στο διάδρομο, στο εργαστήριο, αν δεν έχει στο νου του να κινητοποιήσει με κουβέντα και ραντεβού τους συμφοιτητές του: τότε όχι μόνο δε θα τους φέρει να διαδηλώσουν μαζί με το ταξικό ρεύμα στο ε.κ. αλλά όταν θα γίνει και ο ίδιος εργαζόμενος πιθανότατα θα περιμένει και αυτός να έρθουν κάποιοι άλλοι για να περιφρουρήσουν το χώρο δουλειάς του και να οργανώσουν την πάλη.

Πρέπει ουσιαστικότερα να μας προβληματίσει ότι (ενδεικτικά):

  • Σε επίπεδο κινήματος, αλλά και στην αυτοτελή κομματική παρέμβαση γίνονται περισσότερο από παλιά διάφορες δυναμικές κεντρικές ενέργειες. Όμως υπολείπεται σημαντικά η βελτίωση στην καθημερινή σταθερή δουλειά μέσα στους χώρους δουλειάς, σπουδών, κατοικίας. Το να γίνεται δηλαδή η κάθε ΚΟΒ, ο κάθε κομμουνιστής: οργανωτής των αγώνων, καθοδηγητής εμπνευστής μαζών, διαφωτιστής και πυρήνας μόνιμης συσπείρωσης. Δεν προχωρά η εμπέδωση του ότι η ΚΟΒ καθοδηγεί τα μέλη της και τα μέλη καθοδηγούν τις συσπειρώσεις, τις μάζες και τους φορείς του κινήματος. Οι κεντρικές πρωτοβουλίες είναι απαραίτητες, δίνουν τον τόνο, αλλά αν δεν παρθούν μέτρα οδηγούν στον εφησυχασμό στην υποκατάσταση της δράσης των οργανώσεων, συσπειρώσεων και φορέων.
  • Τα τελευταία 10 χρόνια στις Σπουδάζουσες έχουμε πολλαπλασιασμό των οργανωμένων δυνάμεών μας, όμως τα αποτελέσματα των φοιτητικών εκλογών αλλά και κόσμος που κινητοποιούμε έξω από εμάς πολύ λιγότερο έχουν βελτιωθεί. Εδώ και 2,5 χρόνια έχει σταδιακά σχεδόν ξεχαστεί η δουλειά μας για το Συντονιστικό Αγώνα, το οποίο ήταν σημαντικό επίτευγμα όπου είχαμε επενδύσει.
  • Τελευταία παρουσιάζονται κάποια βήματα βελτίωσης στη δουλειά μας στους νέους εργαζόμενους αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτό ήταν αναμενόμενο μιας και τα τελευταία χρόνια μεγαλώνει η φυσική ηλικία της ΚΝΕ, πολύ περισσότερο από παλιότερα βγαίνουν στην παραγωγή φουρνιές συντρόφων που είχαν περάσει από μαθητές και σπουδάζουσες.
  • Παρά την άνοδο της φυσικής ηλικίας της ΚΝΕ, τα πολλά νέα – νεαρά κομματικά μέλη, διαπιστώνεται ότι παραμένει χαμηλή η διακίνηση του «Ριζοσπάστη».
  • Οι συνθήκες στο χώρο των μαθητών δυσκολεύουν, η ιδεολογική παρέμβαση του αντιπάλου γίνεται όλο και πιο συστηματική, επιστημονική και ασφυκτική. Η δουλειά στους μαθητές αποτελεί επένδυση για τη δουλειά μας όχι μόνο στις σχολές, αλλά και πολύ περισσότερο για τους χώρους δουλειάς.

Υπάρχουν στο Κόμμα μαζικά αναδείξεις νέων στελεχών από την ΚΝΕ αυτό είναι φυσικό και υγιές. Πρέπει όμως να κρατηθεί ισορροπία, δεν μπορεί στη βάση ότι ο νέος 25-35 χρόνων μπορεί να έχει μια εντονότερη δράση (λιγότερες δεσμεύσεις, μεγαλύτερες φυσικές αντοχές κ.λπ.) να αποτελεί «εύκολη λύση» για μαζική αντικατάσταση ανθρώπων έμπειρων, σταθερών και δοκιμασμένων για χρόνια και υπό πιο σύνθετες συνθήκες (διασπάσεις κ.λπ.).

Μπορούμε. Στη βάση της ιστορίας, των δεσμών και της στρατηγικής μας. Με πίστη στις δυνάμεις μας, απαιτητικά αλλά νηφάλια και χωρίς ανυπομονησία.

Αλέκος Χαλβατζής, Αθήνα»

Ριζοσπάστης, 16/12/2008, σελίδα 26 και https://www.rizospastis.gr/story.do?id=4862988

>>>>>>>>>>

Για τις Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το Σοσιαλισμό:

«Για τις Θέσεις της ΚΕ για το Σοσιαλισμό

Το Κόμμα αμέσως μετά την έκβαση της κρίσης του ’89-’91 καταπιάστηκε με τα ζητήματα των ανατροπών και κατέληξε με τη σχετική Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ’95 σε βασικά συμπεράσματα, όπως:

  • Στις υπό εξέταση χώρες οικοδομούνταν σοσιαλισμός – η ταξική πάλη συνεχιζόταν.
  • Για λόγους ουσίας απορρίπτουμε τον όρο κατάρρευση και μιλάμε για ανατροπή.
  • Υπερασπιζόμαστε την προσφορά, τις κατακτήσεις, την επικαιρότητα – αναγκαιότητα – ρεαλιστικότητα του σοσιαλισμού.
  • Αναλύουμε τολμηρά, επιστημονικά, σε βάθος παραλείψεις, λάθη, παρεκκλίσεις.
  • Αντιμαχόμαστε τον αντικομμουνισμό σε κάθε μορφή (αντισοβιετισμός, αντισταλινισμός κλπ.).
  • Με μαρξιστικό τρόπο αντιμετωπίζουμε το ρόλο προσωπικότητας – συλλογικού.
  • Μεθοδολογικά υπάρχουν κάποια χρονολογικά ορόσημα, αλλά οι εξελίξεις, πολύ δε περισσότερο τα άλματα και οι ανατροπές δεν προκύπτουν στα ξαφνικά από παρθενογένεση.

Είναι τεράστια η σημασία αυτών των συμπερασμάτων, αποτέλεσαν βασικό θεμέλιο της πορείας ανασυγκρότησης και των βημάτων του Κόμματος μέχρι σήμερα, για τη δουλειά μας στην Ελλάδα και διεθνώς. Οι Θέσεις της ΚΕ για το Σοσιαλισμό κινούνται στα παραπάνω πλαίσια, δεδομένο από μόνο του αρκετό για να τις υπερψηφίσω. Μετά από 13 χρόνια, αρκετά πράγματα έχουν διερευνηθεί περισσότερο, υπάρχουν αρκετές θέσεις και σκέψεις σε σωστή κατεύθυνση με τις οποίες συμφωνώ. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν αδυναμίες που επισημαίνω.

Κατ’ αρχήν δεν αναδείχτηκαν επαρκώς τα Ντοκουμέντα του ’95. Αυτό αποτελεί αδυναμία, μιας και οι τότε εκτιμήσεις είναι απαραίτητο εφόδιο για την εμβάθυνση, ενώ δεν μπορούν να θεωρούνται δεδομένες όχι μόνο για φίλους – οπαδούς, αλλά ούτε και για τις γραμμές μας, αφού η ανανέωση από τότε είναι τεράστια (και στην ΚΝΕ και στα νεαρά κομματικά μέλη).

Στις Θέσεις παρουσιάζονται μια σειρά σωστές θέσεις και προβληματισμοί για την οικονομία του σοσιαλισμού. Υπάρχει όμως υπερενασχόληση με την οικονομία α) με την έννοια ότι εκεί πέφτει το βάρος της αναζήτησης β) με την έννοια ότι όλα ανάγονται στην οικονομία. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να υπάρχει λειψή μελέτη και υποτίμηση του ρόλου του υποκειμενικού παράγοντα (Κόμμα-κομμουνιστής, κράτος/κοινωνικές οργανώσεις-πολίτης, παραγωγική κολεκτίβα-εργαζόμενος). Και αυτό παρότι σωστά επισημαίνεται (Θ 21) ο «ανώτερος ρόλος του υποκειμενικού παράγοντα στο σοσιαλισμό σε σχέση με τους υπόλοιπους κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς».

Στα κείμενα του ’95 καταγράφονται μια σειρά σωστές θέσεις και προβληματισμοί για θέματα όπως: Λειτουργία και σχέσεις Κόμματος – κράτους – κοινωνίας, συλλογικότητα, ρόλος κολεκτίβας στη διαμόρφωση συνείδησης, αρχές λειτουργίας, κοινωνική σύνθεση, κριτήρια ανάδειξης, συγκάλυψη, εξωραϊσμός, καριερισμός. Τοποθετήσεις που – αντικειμενικά τότε – παρέμεναν γενικές, αλλά που έπρεπε και μπορούσαμε στα 13 χρόνια που πέρασαν να αναλύσουμε βαθύτερα.

Οι Θέσεις όμως βασικά περιορίζονται σε μια φαινομενολογική περιγραφή που καταγράφει από τη μία αντικειμενικές αδυναμίες (όχι όμως επιλογές ή ενέργειες) του υποκειμενικού παράγοντα και από την άλλη τις εξωτερικές δυσκολίες που διαμόρφωσαν αυτές τις αδυναμίες (π.χ. σελ 27. αλλά και αλλού): «Δε θεωρούμε νομοτελειακή την ταχύτατη ανάπτυξη και επικράτηση…» έως «…η διάσπαση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος».

Μένοντας όμως μόνο στις αντικειμενικές συνθήκες που γέννησαν λάθη και τα λάθη παρεκκλίσεις και οι παρεκκλίσεις εκφυλισμό, αν δεν αναζητήσουμε τις πολιτικές αποφάσεις, τις οργανωτικές πρακτικές κλπ. που τελικά αποκρυσταλλώθηκαν σε αντικειμενικές αδυναμίες και λάθη, τότε δημιουργείται η εντύπωση (ακόμα και αν ρητά την αποκηρύσσουμε) ότι όλα ήταν προδιαγεγραμμένα, αφήνουμε ανοιχτή την πόρτα σε αυτά που λέει ο αντίπαλος για μη βιωσιμότητα του σοσιαλισμού, αυτά που λένε οι οπορτουνιστές για ανωριμότητα συνθηκών στη Ρωσία ή οι τροτσκιστές για αδύνατο της επανάστασης σε μια χώρα κλπ. Πράγματα που είναι ολότελα λανθασμένα.

Γενικά σε σχέση με το ρόλο του ΚΚ πάλι το μπαλάκι πετιέται στις κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής. Ποιος όμως διαμορφώνει αυτές τις σχέσεις; Όταν μάλιστα σωστά λέμε ότι παλεύουμε για την εξάλειψη της ρύθμισης με όρους αγοράς. Ποιος καθορίζει το πλάνο, τους δείκτες; Ποιος τους ελέγχει, τους συνδέει με τον κάθε εργαζόμενο; Ποιος άλλος αν όχι η λειτουργία του Κόμματος, του κράτους, της κολεκτίβας, ο συλλογικός έλεγχος; Αλλά τι παραπάνω πείρα παρουσιάζεται πάνω σε αυτά;

Η θεωρητική επεξεργασία ζητημάτων της οικονομίας του σοσιαλισμού αδιαμφισβήτητα είναι χρήσιμη αφ’ ενός ως συμβολή της γενιάς μας και του Κόμματός μας στη διαδικασία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης όπου και όποτε αυτή επιστρέψει και αφ’ ετέρου για να πείθουμε για την ανωτερότητα – αναγκαιότητα του σοσιαλισμού. Τα ζητήματα όμως του υποκειμενικού παράγοντα πέρα από προϋπόθεση για τη λήψη και εφαρμογή σωστών αποφάσεων και στην οικονομία, όποτε αρχίσουμε να οικοδομούμε το σοσιαλισμό, έχουν και άμεση χρησιμότητα για το ξεπέρασμα σημερινών μας αδυναμιών και πρόληψη κινδύνων, σε σχέση με τη μαζική, πολιτική, οργανωτική, μορφωτική, διαπαιδαγωγητική δραστηριότητα του Κόμματος.

Π.χ. αναφέρεται (Θ 22): «Η υποχώρηση του επιπέδου πολιτικής μαρξιστικής μόρφωσης στην ηγεσία του KK και συνολικά στο κόμμα, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών του πολέμου, των μεγάλων απωλειών και της απότομης αύξησης του αριθμού μελών του KK…». Δεν απαντάται όμως το – απλοϊκό ίσως αλλά εύλογο -ερώτημα: «Πόσο επέδρασε στο παραπάνω γεγονός το ότι επί 14 σχεδόν χρόνια από το ’39 (18ο) έως το ’52 (19ο) δεν είχε γίνει Συνέδριο του ΚΚΣΕ;». Όταν μάλιστα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξαν τεράστιες απώλειες στο κομματικό δυναμικό και το ΚΚΣΕ πάει σε συνέδριο 7,5 χρόνια (!) μετά τη λήξη του πολέμου με 4πλάσια μέλη. Πώς θα ωρίμαζε αυτό το δυναμικό, αν όχι μέσα από τη συλλογική λειτουργία και έλεγχο; Και εδώ δεν υπονοείται καμία «απολυταρχική φύση» του ηγέτη ή του συστήματος, αφού κάλλιστα η αιτία μπορεί να είναι η (πιθανόν καλοπροαίρετη αλλά σίγουρα) λανθασμένη λογική διαχείρισης που λέει «τις αντιφάσεις και τις αδυναμίες θα τις λύσω από τα πάνω ενώ στις μάζες (ή στη βάση) θα απευθυνθώ όταν ωριμάσουν – ησυχάσουν τα πράγματα». Ένας «καλοπροαίρετος πειρασμός» που εμφανίζεται συχνά και σήμερα ακόμα και στην πολύ πιο απλή δράση του καθενός μας. Αλλά ο «δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με τις καλύτερες προθέσεις».

Ιδεολογική πίεση

Είναι αδιαμφισβήτητο και απόλυτο το δικαίωμα της επανάστασης να πάρει ενάντια στους εχθρούς της οποιοδήποτε μέτρο κρίνει ότι πραγματικά υπηρετεί τη σωτηρία – πρόοδό της. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι και όλες οι επιλογές της είναι σωστές. Μπορούν και πρέπει να κριθούν ιστορικά από το επαναστατικό κίνημα. Φυσικά δε θα απολογηθούμε στον ιμπεριαλισμό για την επαγρύπνηση, για τη χρήση της επαναστατικής βίας κλπ. Θα μελετήσουμε όμως αν αυτή έγινε σωστά ή λάθος. Και το λάθος δεν είναι πάντα η υπερβολική χρήση, ούτε έχει μόνο ποσοτικό χαρακτήρα.

Οι μαρτυρίες του Αμερικανού πρέσβη το ’38 μπορεί να είναι πιασάρικο επιχείρημα ενάντια στις συκοφαντίες για ανελευθερία κλπ. Εμείς όμως δε μένουμε μόνο σε αυτό, πρέπει να μελετήσουμε βαθιά ποιοι παράγοντες επέτρεψαν τη διείσδυση, το σκάρτεμα στελεχών, ποια ήταν η πραγματική διάσταση που είχαν αυτά τα φαινόμενα, γιατί δεν είχαν προβλεφτεί – προληφθεί.

 

Συνέχεια…

Προϋπόθεση για να βαθύνουμε περισσότερο είναι να υπάρξει εκτίμηση και για τις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, την αλληλεπίδρασή τους. Εδώ δεν έχει γίνει σοβαρό βήμα από το ’95. Αυτό βάζει αντικειμενικά όριο στην εξαγωγή γενικών συμπερασμάτων ακόμα και στη μελέτη των εξελίξεων στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση. Βεβαίως, αυτή η μελέτη δεν εξαρτάται μόνο από το Κόμμα, αλλά και από την ανάκαμψη του Διεθνούς ΚΚ.

Φαίνεται ότι σε κάποιους δημιουργείται η εντύπωση ότι το θέμα μελέτη της οικοδόμησης – ανατροπής λίγο – πολύ κλείνει. Αυτό είναι λάθος. Προφανώς, από το ’95 ακόμα διαθέτουμε την ξεκάθαρη βάση που καθορίζει τη στάση μας απέναντι στο θέμα, αλλά έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας (ανάγκη που επιβεβαιώνεται και από την ίδια την ΚΕ).

Έχουμε μπροστά μας δρόμο μακρύ και δύσκολο. Μπορούμε να τον διαβούμε βασιζόμενοι στην εμπειρία – ιστορία – κύρος 90 χρόνων, στους δεσμούς μας με τις μάζες, στη στρατηγική μας και στις μέχρι τώρα επεξεργασίες μας. Με εμπιστοσύνη στις δυνατότητές μας και στις αστείρευτες δυνατότητες της εργατικής τάξης, γενικότερα του λαού και της νεολαίας. Με απαιτητικότητα, αλλά χωρίς βιασύνες και ανυπομονησία.

Αλέκος Χαλβατζής
Αθήνα»

Ριζοσπάστης, 18/12/2008, σελίδα 26 και https://www.rizospastis.gr/story.do?id=4868626

This entry was posted in Uncategorized and tagged , , , , , , , , , . Bookmark the permalink.